Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπετής
ἀναπέτομαι
ἀνάπευσις
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
ἀναπήδημα
ἀναπήδησις
ἀναπηλέω
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
ἀναπίμπρημι
View word page
ἀναπηρόβιος
with maimed life

ShortDef

with maimed life

Debugging

Headword:
ἀναπηρόβιος
Headword (normalized):
ἀναπηρόβιος
Headword (normalized/stripped):
αναπηροβιος
IDX:
6246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6247
Key:

Data

{'content': 'with maimed life'}