Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυμελίκρατον
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυμυρσίνη
ὀξύμωρος
ὀξύνιτρον
ὀξυνοσία
ὀξύνους
ὀξυντέον
ὀξυντήρ
ὄξυντρα
ὀξύνω
ὀξυόδους
ὀξυόεις
ὀξυόστρακος
ὀξυπαγής
ὀξυπαιδερώτινος
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπαροπτάω
ὀξύπεινος
View word page
ὀξυντήρ
a sharpener
ShortDef
a sharpener
Debugging
Headword:
ὀξυντήρ
Headword (normalized):
ὀξυντήρ
Headword (normalized/stripped):
οξυντηρ
IDX:
62467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62468
Key:
Data
{'content': 'a sharpener'}