Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύμαλον
ὀξυμελής
ὀξύμελι
ὀξυμελίκρατον
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυμυρσίνη
ὀξύμωρος
ὀξύνιτρον
ὀξυνοσία
ὀξύνους
ὀξυντέον
ὀξυντήρ
ὄξυντρα
ὀξύνω
ὀξυόδους
ὀξυόεις
ὀξυόστρακος
ὀξυπαγής
ὀξυπαιδερώτινος
View word page
ὀξυνοσία
acute illness
ShortDef
acute illness
Debugging
Headword:
ὀξυνοσία
Headword (normalized):
ὀξυνοσία
Headword (normalized/stripped):
οξυνοσια
IDX:
62464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62465
Key:
Data
{'content': 'acute illness'}