Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξύμαλον
ὀξυμελής
ὀξύμελι
ὀξυμελίκρατον
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυμυρσίνη
ὀξύμωρος
ὀξύνιτρον
ὀξυνοσία
ὀξύνους
ὀξυντέον
ὀξυντήρ
ὄξυντρα
ὀξύνω
ὀξυόδους
ὀξυόεις
ὀξυόστρακος
View word page
ὀξύμωρος
pointedly foolish

ShortDef

pointedly foolish

Debugging

Headword:
ὀξύμωρος
Headword (normalized):
ὀξύμωρος
Headword (normalized/stripped):
οξυμωρος
IDX:
62462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62463
Key:

Data

{'content': 'pointedly foolish'}