Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυλοβέω
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξύμαλον
ὀξυμελής
ὀξύμελι
ὀξυμελίκρατον
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυμυρσίνη
ὀξύμωρος
ὀξύνιτρον
ὀξυνοσία
ὀξύνους
ὀξυντέον
ὀξυντήρ
ὄξυντρα
ὀξύνω
ὀξυόδους
ὀξυόεις
View word page
ὀξυμυρσίνη
butcher's broom, Ruscus aculeatus
ShortDef
butcher's broom, Ruscus aculeatus
Debugging
Headword:
ὀξυμυρσίνη
Headword (normalized):
ὀξυμυρσίνη
Headword (normalized/stripped):
οξυμυρσινη
IDX:
62461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62462
Key:
Data
{'content': "butcher's broom, Ruscus aculeatus"}