Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυλίπαρος
ὀξυλιπής
ὀξυλοβέω
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξύμαλον
ὀξυμελής
ὀξύμελι
ὀξυμελίκρατον
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυμυρσίνη
ὀξύμωρος
ὀξύνιτρον
ὀξυνοσία
ὀξύνους
ὀξυντέον
ὀξυντήρ
ὄξυντρα
ὀξύνω
View word page
ὀξυμήνιτος
bringing down the quick anger

ShortDef

bringing down the quick anger

Debugging

Headword:
ὀξυμήνιτος
Headword (normalized):
ὀξυμήνιτος
Headword (normalized/stripped):
οξυμηνιτος
IDX:
62459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62460
Key:

Data

{'content': 'bringing down the quick anger'}