Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπέτεια
ἀναπετής
ἀναπέτομαι
ἀνάπευσις
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
ἀναπήδημα
ἀναπήδησις
ἀναπηλέω
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
ἀναπιεσμός
ἀναπίμπλημι
View word page
ἀναπηρία
lameness, mutilation

ShortDef

lameness, mutilation

Debugging

Headword:
ἀναπηρία
Headword (normalized):
ἀναπηρία
Headword (normalized/stripped):
αναπηρια
IDX:
6245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6246
Key:

Data

{'content': 'lameness, mutilation'}