Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυλάπαθον
ὀξυλίπαρος
ὀξυλιπής
ὀξυλοβέω
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξύμαλον
ὀξυμελής
ὀξύμελι
ὀξυμελίκρατον
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυμυρσίνη
ὀξύμωρος
ὀξύνιτρον
ὀξυνοσία
ὀξύνους
ὀξυντέον
ὀξυντήρ
ὄξυντρα
View word page
ὀξυμέριμνος
keenly studied

ShortDef

keenly studied

Debugging

Headword:
ὀξυμέριμνος
Headword (normalized):
ὀξυμέριμνος
Headword (normalized/stripped):
οξυμεριμνος
IDX:
62458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62459
Key:

Data

{'content': 'keenly studied'}