Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
ὀξυλαβής
ὀξυλαβία
ὀξύλαλος
ὀξυλάπαθον
ὀξυλίπαρος
ὀξυλιπής
ὀξυλοβέω
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξύμαλον
ὀξυμελής
ὀξύμελι
ὀξυμελίκρατον
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυμυρσίνη
ὀξύμωρος
ὀξύνιτρον
View word page
ὀξυμαθής
learning quickly
ShortDef
learning quickly
Debugging
Headword:
ὀξυμαθής
Headword (normalized):
ὀξυμαθής
Headword (normalized/stripped):
οξυμαθης
IDX:
62453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62454
Key:
Data
{'content': 'learning quickly'}