Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυλάβεια
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
ὀξυλαβής
ὀξυλαβία
ὀξύλαλος
ὀξυλάπαθον
ὀξυλίπαρος
ὀξυλιπής
ὀξυλοβέω
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξύμαλον
ὀξυμελής
ὀξύμελι
ὀξυμελίκρατον
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυμυρσίνη
ὀξύμωρος
View word page
ὀξυμάθεια
quickness at learning

ShortDef

quickness at learning

Debugging

Headword:
ὀξυμάθεια
Headword (normalized):
ὀξυμάθεια
Headword (normalized/stripped):
οξυμαθεια
IDX:
62452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62453
Key:

Data

{'content': 'quickness at learning'}