Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυκώκυτος
ὀξυλάβεια
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
ὀξυλαβής
ὀξυλαβία
ὀξύλαλος
ὀξυλάπαθον
ὀξυλίπαρος
ὀξυλιπής
ὀξυλοβέω
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξύμαλον
ὀξυμελής
ὀξύμελι
ὀξυμελίκρατον
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνιτος
ὀξύμολπος
ὀξυμυρσίνη
View word page
ὀξυλοβέω
have sharp ears, hear sharply

ShortDef

have sharp ears, hear sharply

Debugging

Headword:
ὀξυλοβέω
Headword (normalized):
ὀξυλοβέω
Headword (normalized/stripped):
οξυλοβεω
IDX:
62451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62452
Key:

Data

{'content': 'have sharp ears, hear sharply'}