Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
ὀξύκρατον
ὀξύκρεκτος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλάβεια
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
ὀξυλαβής
ὀξυλαβία
ὀξύλαλος
ὀξυλάπαθον
ὀξυλίπαρος
ὀξυλιπής
ὀξυλοβέω
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξύμαλον
ὀξυμελής
View word page
ὀξυλαβής
quick at seizing

ShortDef

quick at seizing

Debugging

Headword:
ὀξυλαβής
Headword (normalized):
ὀξυλαβής
Headword (normalized/stripped):
οξυλαβης
IDX:
62445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62446
Key:

Data

{'content': 'quick at seizing'}