Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
ὀξύκρατον
ὀξύκρεκτος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλάβεια
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
ὀξυλαβής
ὀξυλαβία
ὀξύλαλος
ὀξυλάπαθον
ὀξυλίπαρος
ὀξυλιπής
ὀξυλοβέω
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
ὀξύμαλον
View word page
ὀξυλάβη
tongs

ShortDef

tongs

Debugging

Headword:
ὀξυλάβη
Headword (normalized):
ὀξυλάβη
Headword (normalized/stripped):
οξυλαβη
IDX:
62444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62445
Key:

Data

{'content': 'tongs'}