Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
ὀξύκρατον
ὀξύκρεκτος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλάβεια
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
ὀξυλαβής
ὀξυλαβία
ὀξύλαλος
ὀξυλάπαθον
ὀξυλίπαρος
ὀξυλιπής
ὀξυλοβέω
ὀξυμάθεια
ὀξυμαθής
View word page
ὀξυλαβέω
to seize quickly: to seize an opportunity

ShortDef

to seize quickly: to seize an opportunity

Debugging

Headword:
ὀξυλαβέω
Headword (normalized):
ὀξυλαβέω
Headword (normalized/stripped):
οξυλαβεω
IDX:
62443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62444
Key:

Data

{'content': 'to seize quickly: to seize an opportunity'}