Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
ὀξύκρατον
ὀξύκρεκτος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλάβεια
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
ὀξυλαβής
ὀξυλαβία
ὀξύλαλος
ὀξυλάπαθον
ὀξυλίπαρος
ὀξυλιπής
ὀξυλοβέω
View word page
ὀξυκώκυτος
wailed with shrill cries

ShortDef

wailed with shrill cries

Debugging

Headword:
ὀξυκώκυτος
Headword (normalized):
ὀξυκώκυτος
Headword (normalized/stripped):
οξυκωκυτος
IDX:
62441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62442
Key:

Data

{'content': 'wailed with shrill cries'}