Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπέσσω
ἀναπετάννυμι
ἀναπέτεια
ἀναπετής
ἀναπέτομαι
ἀνάπευσις
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
ἀναπήδημα
ἀναπήδησις
ἀναπηλέω
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
ἀναπιδύω
ἀναπιέζω
ἀναπίεσις
ἀναπίεσμα
View word page
ἀναπηλέω
dissect? (LSJ ""dub. sens."")
ShortDef
dissect? (LSJ ""dub. sens."")
Debugging
Headword:
ἀναπηλέω
Headword (normalized):
ἀναπηλέω
Headword (normalized/stripped):
αναπηλεω
IDX:
6243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6244
Key:
Data
{'content': 'dissect? (LSJ ""dub. sens."")'}