Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύκεδρος
ὀξυκέλευθος
ὀξύκερως
ὀξυκέφαλος
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
ὀξύκρατον
ὀξύκρεκτος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλάβεια
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
ὀξυλαβής
ὀξυλαβία
ὀξύλαλος
View word page
ὀξύκραμα
posca
ShortDef
posca
Debugging
Headword:
ὀξύκραμα
Headword (normalized):
ὀξύκραμα
Headword (normalized/stripped):
οξυκραμα
IDX:
62437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62438
Key:
Data
{'content': 'posca'}