Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυκάρδιος
ὀξύκεδρος
ὀξυκέλευθος
ὀξύκερως
ὀξυκέφαλος
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
ὀξύκρατον
ὀξύκρεκτος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλάβεια
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
ὀξυλαβής
ὀξυλαβία
View word page
ὀξυκόρακος
with a sharp hook

ShortDef

with a sharp hook

Debugging

Headword:
ὀξυκόρακος
Headword (normalized):
ὀξυκόρακος
Headword (normalized/stripped):
οξυκορακος
IDX:
62436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62437
Key:

Data

{'content': 'with a sharp hook'}