Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυκαμπής
ὀξυκάρδιος
ὀξύκεδρος
ὀξυκέλευθος
ὀξύκερως
ὀξυκέφαλος
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
ὀξύκρατον
ὀξύκρεκτος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλάβεια
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
ὀξυλαβής
View word page
ὀξύκομος
with pointed leaves

ShortDef

with pointed leaves

Debugging

Headword:
ὀξύκομος
Headword (normalized):
ὀξύκομος
Headword (normalized/stripped):
οξυκομος
IDX:
62435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62436
Key:

Data

{'content': 'with pointed leaves'}