Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύϊνος
ὀξυκαμπής
ὀξυκάρδιος
ὀξύκεδρος
ὀξυκέλευθος
ὀξύκερως
ὀξυκέφαλος
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
ὀξύκρατον
ὀξύκρεκτος
ὀξυκώκυτος
ὀξυλάβεια
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
View word page
ὀξυκόμμι
gum
ShortDef
gum
Debugging
Headword:
ὀξυκόμμι
Headword (normalized):
ὀξυκόμμι
Headword (normalized/stripped):
οξυκομμι
IDX:
62434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62435
Key:
Data
{'content': 'gum'}