Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυθύμια
ὀξυθυμίας
ὀξύθυμον
ὀξύθυμος
ὀξύϊνος
ὀξυκαμπής
ὀξυκάρδιος
ὀξύκεδρος
ὀξυκέλευθος
ὀξύκερως
ὀξυκέφαλος
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
ὀξύκρατον
ὀξύκρεκτος
View word page
ὀξυκέφαλος
with pointed head

ShortDef

with pointed head

Debugging

Headword:
ὀξυκέφαλος
Headword (normalized):
ὀξυκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
οξυκεφαλος
IDX:
62430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62431
Key:

Data

{'content': 'with pointed head'}