Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυθύμησις
ὀξυθυμία
ὀξυθύμια
ὀξυθυμίας
ὀξύθυμον
ὀξύθυμος
ὀξύϊνος
ὀξυκαμπής
ὀξυκάρδιος
ὀξύκεδρος
ὀξυκέλευθος
ὀξύκερως
ὀξυκέφαλος
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
View word page
ὀξυκέλευθος
quick-travelling

ShortDef

quick-travelling

Debugging

Headword:
ὀξυκέλευθος
Headword (normalized):
ὀξυκέλευθος
Headword (normalized/stripped):
οξυκελευθος
IDX:
62428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62429
Key:

Data

{'content': 'quick-travelling'}