Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύθριξ
ὀξυθυμέω
ὀξυθύμησις
ὀξυθυμία
ὀξυθύμια
ὀξυθυμίας
ὀξύθυμον
ὀξύθυμος
ὀξύϊνος
ὀξυκαμπής
ὀξυκάρδιος
ὀξύκεδρος
ὀξυκέλευθος
ὀξύκερως
ὀξυκέφαλος
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
View word page
ὀξυκάρδιος
quick to anger
ShortDef
quick to anger
Debugging
Headword:
ὀξυκάρδιος
Headword (normalized):
ὀξυκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
οξυκαρδιος
IDX:
62426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62427
Key:
Data
{'content': 'quick to anger'}