Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύθηκτος
ὀξύθριξ
ὀξυθυμέω
ὀξυθύμησις
ὀξυθυμία
ὀξυθύμια
ὀξυθυμίας
ὀξύθυμον
ὀξύθυμος
ὀξύϊνος
ὀξυκαμπής
ὀξυκάρδιος
ὀξύκεδρος
ὀξυκέλευθος
ὀξύκερως
ὀξυκέφαλος
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
View word page
ὀξυκαμπής
sharply curved
ShortDef
sharply curved
Debugging
Headword:
ὀξυκαμπής
Headword (normalized):
ὀξυκαμπής
Headword (normalized/stripped):
οξυκαμπης
IDX:
62425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62426
Key:
Data
{'content': 'sharply curved'}