Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυηχής
ὀξυθανασία
ὀξυθάνατος
ὀξύθηκτος
ὀξύθριξ
ὀξυθυμέω
ὀξυθύμησις
ὀξυθυμία
ὀξυθύμια
ὀξυθυμίας
ὀξύθυμον
ὀξύθυμος
ὀξύϊνος
ὀξυκαμπής
ὀξυκάρδιος
ὀξύκεδρος
ὀξυκέλευθος
ὀξύκερως
ὀξυκέφαλος
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
View word page
ὀξύθυμον
a kind of thyme
ShortDef
a kind of thyme
Debugging
Headword:
ὀξύθυμον
Headword (normalized):
ὀξύθυμον
Headword (normalized/stripped):
οξυθυμον
IDX:
62422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62423
Key:
Data
{'content': 'a kind of thyme'}