Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύζωμος
ὀξυηκοΐα
ὀξυήκοος
ὀξυηχής
ὀξυθανασία
ὀξυθάνατος
ὀξύθηκτος
ὀξύθριξ
ὀξυθυμέω
ὀξυθύμησις
ὀξυθυμία
ὀξυθύμια
ὀξυθυμίας
ὀξύθυμον
ὀξύθυμος
ὀξύϊνος
ὀξυκαμπής
ὀξυκάρδιος
ὀξύκεδρος
ὀξυκέλευθος
ὀξύκερως
View word page
ὀξυθυμία
quick temper
ShortDef
quick temper
Debugging
Headword:
ὀξυθυμία
Headword (normalized):
ὀξυθυμία
Headword (normalized/stripped):
οξυθυμια
IDX:
62419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62420
Key:
Data
{'content': 'quick temper'}