Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
ὀξυδρόμος
ὀξυέθειρ
ὀξυέλαιον
ὀξυζύμια
ὀξύζωμος
ὀξυηκοΐα
ὀξυήκοος
ὀξυηχής
ὀξυθανασία
ὀξυθάνατος
ὀξύθηκτος
ὀξύθριξ
ὀξυθυμέω
ὀξυθύμησις
ὀξυθυμία
ὀξυθύμια
View word page
ὀξυηκοΐα
a sharp, quick ear

ShortDef

a sharp, quick ear

Debugging

Headword:
ὀξυηκοΐα
Headword (normalized):
ὀξυηκοΐα
Headword (normalized/stripped):
οξυηκοια
IDX:
62410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62411
Key:

Data

{'content': 'a sharp, quick ear'}