Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
ὀξυδρόμος
ὀξυέθειρ
ὀξυέλαιον
ὀξυζύμια
ὀξύζωμος
ὀξυηκοΐα
ὀξυήκοος
ὀξυηχής
ὀξυθανασία
ὀξυθάνατος
ὀξύθηκτος
ὀξύθριξ
ὀξυθυμέω
ὀξυθύμησις
ὀξυθυμία
View word page
ὀξύζωμος
with a sharp sauce

ShortDef

with a sharp sauce

Debugging

Headword:
ὀξύζωμος
Headword (normalized):
ὀξύζωμος
Headword (normalized/stripped):
οξυζωμος
IDX:
62409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62410
Key:

Data

{'content': 'with a sharp sauce'}