Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
ὀξυδρόμος
ὀξυέθειρ
ὀξυέλαιον
ὀξυζύμια
ὀξύζωμος
ὀξυηκοΐα
ὀξυήκοος
ὀξυηχής
ὀξυθανασία
ὀξυθάνατος
ὀξύθηκτος
ὀξύθριξ
View word page
ὀξυέθειρ
with sharp points
ShortDef
with sharp points
Debugging
Headword:
ὀξυέθειρ
Headword (normalized):
ὀξυέθειρ
Headword (normalized/stripped):
οξυεθειρ
IDX:
62406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62407
Key:
Data
{'content': 'with sharp points'}