Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
ὀξυδρόμος
ὀξυέθειρ
ὀξυέλαιον
ὀξυζύμια
ὀξύζωμος
ὀξυηκοΐα
ὀξυήκοος
ὀξυηχής
ὀξυθανασία
ὀξυθάνατος
ὀξύθηκτος
View word page
ὀξυδρόμος
swift-running
ShortDef
swift-running
Debugging
Headword:
ὀξυδρόμος
Headword (normalized):
ὀξυδρόμος
Headword (normalized/stripped):
οξυδρομος
IDX:
62405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62406
Key:
Data
{'content': 'swift-running'}