Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
ὀξυδρόμος
ὀξυέθειρ
ὀξυέλαιον
ὀξυζύμια
ὀξύζωμος
ὀξυηκοΐα
ὀξυήκοος
ὀξυηχής
ὀξυθανασία
View word page
ὀξύδουπος
sharp-sounding

ShortDef

sharp-sounding

Debugging

Headword:
ὀξύδουπος
Headword (normalized):
ὀξύδουπος
Headword (normalized/stripped):
οξυδουπος
IDX:
62403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62404
Key:

Data

{'content': 'sharp-sounding'}