Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
ὀξυδρόμος
ὀξυέθειρ
ὀξυέλαιον
ὀξυζύμια
ὀξύζωμος
ὀξυηκοΐα
ὀξυήκοος
ὀξυηχής
View word page
ὀξυδορκία
sharp-sightedness

ShortDef

sharp-sightedness

Debugging

Headword:
ὀξυδορκία
Headword (normalized):
ὀξυδορκία
Headword (normalized/stripped):
οξυδορκια
IDX:
62402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62403
Key:

Data

{'content': 'sharp-sightedness'}