Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
ὀξυδρόμος
ὀξυέθειρ
ὀξυέλαιον
ὀξυζύμια
ὀξύζωμος
ὀξυηκοΐα
View word page
ὀξυδερκικός
making the sight sharp

ShortDef

making the sight sharp

Debugging

Headword:
ὀξυδερκικός
Headword (normalized):
ὀξυδερκικός
Headword (normalized/stripped):
οξυδερκικος
IDX:
62400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62401
Key:

Data

{'content': 'making the sight sharp'}