Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύγενυς
ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
ὀξυδρόμος
ὀξυέθειρ
ὀξυέλαιον
ὀξυζύμια
ὀξύζωμος
View word page
ὀξυδερκία
sharp-sightedness

ShortDef

sharp-sightedness

Debugging

Headword:
ὀξυδερκία
Headword (normalized):
ὀξυδερκία
Headword (normalized/stripped):
οξυδερκια
IDX:
62399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62400
Key:

Data

{'content': 'sharp-sightedness'}