Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπελεκάω
ἀναπεμπάζομαι
ἀναπέμπω
ἀναπεπτωκότως
ἀναπέσσω
ἀναπετάννυμι
ἀναπέτεια
ἀναπετής
ἀναπέτομαι
ἀνάπευσις
ἀναπήγνυμι
ἀναπηδάω
ἀναπήδημα
ἀναπήδησις
ἀναπηλέω
ἀναπηνίζομαι
ἀναπηρία
ἀναπηρόβιος
ἀναπηρόομαι
ἀνάπηρος
ἀναπηρτισμένως
View word page
ἀναπήγνυμι
to transfix, impale

ShortDef

to transfix, impale

Debugging

Headword:
ἀναπήγνυμι
Headword (normalized):
ἀναπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
αναπηγνυμι
IDX:
6239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6240
Key:

Data

{'content': 'to transfix, impale'}