Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγνοητέον
ἀγνοητικός
ἀγνοητός
ἄγνοια
ἀγνοούντως
ἁγνοπολέομαι
ἁγνοπόλος
ἁγνόρυτος
ἄγνος
ἁγνός
ἁγνόστομος
ἁγνοτελής
ἁγνότης
Ἁγνούσιος
ἄγνυμι
ἄγνυον
ἀγνύς
ἀγνωμονέω
ἀγνωμοσύνη
ἀγνώμων
Ἅγνων
View word page
ἁγνόστομος
with pure mouth
ShortDef
with pure mouth
Debugging
Headword:
ἁγνόστομος
Headword (normalized):
ἁγνόστομος
Headword (normalized/stripped):
αγνοστομος
IDX:
623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-624
Key:
Data
{'content': 'with pure mouth'}