Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
ὀξυδρόμος
ὀξυέθειρ
ὀξυέλαιον
ὀξυζύμια
View word page
ὀξυδερκής
quick-sighted
ShortDef
quick-sighted
Debugging
Headword:
ὀξυδερκής
Headword (normalized):
ὀξυδερκής
Headword (normalized/stripped):
οξυδερκης
IDX:
62398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62399
Key:
Data
{'content': 'quick-sighted'}