Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
ὀξυδρόμος
ὀξυέθειρ
ὀξυέλαιον
View word page
ὀξυγωνιότης
a being acute-angled

ShortDef

a being acute-angled

Debugging

Headword:
ὀξυγωνιότης
Headword (normalized):
ὀξυγωνιότης
Headword (normalized/stripped):
οξυγωνιοτης
IDX:
62397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62398
Key:

Data

{'content': 'a being acute-angled'}