Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύγαρον
ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
ὀξυδρόμος
ὀξυέθειρ
View word page
ὀξυγώνιος
acute-angled

ShortDef

acute-angled

Debugging

Headword:
ὀξυγώνιος
Headword (normalized):
ὀξυγώνιος
Headword (normalized/stripped):
οξυγωνιος
IDX:
62396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62397
Key:

Data

{'content': 'acute-angled'}