Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύγαλα
ὀξυγαλάκτινος
ὀξύγαρον
ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
ὀξύδουπος
Ὀξυδράκαι
View word page
ὀξύγους
shrill-wailing
ShortDef
shrill-wailing
Debugging
Headword:
ὀξύγους
Headword (normalized):
ὀξύγους
Headword (normalized/stripped):
οξυγους
IDX:
62394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62395
Key:
Data
{'content': 'shrill-wailing'}