Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυβουλία
ὀξυβρέχω
ὀξύγαλα
ὀξυγαλάκτινος
ὀξύγαρον
ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
ὀξυδερκία
ὀξυδερκικός
ὀξυδορκέω
ὀξυδορκία
View word page
ὀξύγλυκυς
sour-sweet

ShortDef

sour-sweet

Debugging

Headword:
ὀξύγλυκυς
Headword (normalized):
ὀξύγλυκυς
Headword (normalized/stripped):
οξυγλυκυς
IDX:
62392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62393
Key:

Data

{'content': 'sour-sweet'}