Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
ὀξυβόας
ὀξυβουλία
ὀξυβρέχω
ὀξύγαλα
ὀξυγαλάκτινος
ὀξύγαρον
ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
ὀξυδερκής
View word page
ὀξυγένειος
with pointed chin

ShortDef

with pointed chin

Debugging

Headword:
ὀξυγένειος
Headword (normalized):
ὀξυγένειος
Headword (normalized/stripped):
οξυγενειος
IDX:
62388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62389
Key:

Data

{'content': 'with pointed chin'}