Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύβλαττα
ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
ὀξυβόας
ὀξυβουλία
ὀξυβρέχω
ὀξύγαλα
ὀξυγαλάκτινος
ὀξύγαρον
ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
ὀξυγώνιος
ὀξυγωνιότης
View word page
ὀξύγγιον
axungia, lard

ShortDef

axungia, lard

Debugging

Headword:
ὀξύγγιον
Headword (normalized):
ὀξύγγιον
Headword (normalized/stripped):
οξυγγιον
IDX:
62387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62388
Key:

Data

{'content': 'axungia, lard'}