Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξύβλαττα
ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
ὀξυβόας
ὀξυβουλία
ὀξυβρέχω
ὀξύγαλα
ὀξυγαλάκτινος
ὀξύγαρον
ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
ὀξυγράφος
View word page
ὀξυγαλάκτινος
made of sour milk

ShortDef

made of sour milk

Debugging

Headword:
ὀξυγαλάκτινος
Headword (normalized):
ὀξυγαλάκτινος
Headword (normalized/stripped):
οξυγαλακτινος
IDX:
62385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62386
Key:

Data

{'content': 'made of sour milk'}