Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξύβαρις
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξύβλαττα
ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
ὀξυβόας
ὀξυβουλία
ὀξυβρέχω
ὀξύγαλα
ὀξυγαλάκτινος
ὀξύγαρον
ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
ὀξύγους
View word page
ὀξύγαλα
sour milk, whey
ShortDef
sour milk, whey
Debugging
Headword:
ὀξύγαλα
Headword (normalized):
ὀξύγαλα
Headword (normalized/stripped):
οξυγαλα
IDX:
62384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62385
Key:
Data
{'content': 'sour milk, whey'}