Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀξυαύγεια
ὀξύβαρις
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξύβλαττα
ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
ὀξυβόας
ὀξυβουλία
ὀξυβρέχω
ὀξύγαλα
ὀξυγαλάκτινος
ὀξύγαρον
ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
ὀξύγη
ὀξύγλυκυ
ὀξύγλυκυς
ὀξύγοος
View word page
ὀξυβρέχω
steep in vinegar
ShortDef
steep in vinegar
Debugging
Headword:
ὀξυβρέχω
Headword (normalized):
ὀξυβρέχω
Headword (normalized/stripped):
οξυβρεχω
IDX:
62383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62384
Key:
Data
{'content': 'steep in vinegar'}