Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξύα
ὀξυάκανθα
ὀξυακουσίλογος
ὀξυαύγεια
ὀξύβαρις
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξύβλαττα
ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
ὀξυβόας
ὀξυβουλία
ὀξυβρέχω
ὀξύγαλα
ὀξυγαλάκτινος
ὀξύγαρον
ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
ὀξύγη
View word page
ὀξυβλεψία
sharpness of sight

ShortDef

sharpness of sight

Debugging

Headword:
ὀξυβλεψία
Headword (normalized):
ὀξυβλεψία
Headword (normalized/stripped):
οξυβλεψια
IDX:
62380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62381
Key:

Data

{'content': 'sharpness of sight'}