Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄξος
ὀξύα
ὀξυάκανθα
ὀξυακουσίλογος
ὀξυαύγεια
ὀξύβαρις
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξύβλαττα
ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
ὀξυβόας
ὀξυβουλία
ὀξυβρέχω
ὀξύγαλα
ὀξυγαλάκτινος
ὀξύγαρον
ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
ὀξύγενυς
View word page
ὀξυβλέπτης
one who is sharp-sighted

ShortDef

one who is sharp-sighted

Debugging

Headword:
ὀξυβλέπτης
Headword (normalized):
ὀξυβλέπτης
Headword (normalized/stripped):
οξυβλεπτης
IDX:
62379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62380
Key:

Data

{'content': 'one who is sharp-sighted'}