Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξοπώλης
ὄξος
ὀξύα
ὀξυάκανθα
ὀξυακουσίλογος
ὀξυαύγεια
ὀξύβαρις
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξύβλαττα
ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
ὀξυβόας
ὀξυβουλία
ὀξυβρέχω
ὀξύγαλα
ὀξυγαλάκτινος
ὀξύγαρον
ὀξύγγιον
ὀξυγένειος
View word page
ὀξυβλεπτέω
to be sharp-sighted

ShortDef

to be sharp-sighted

Debugging

Headword:
ὀξυβλεπτέω
Headword (normalized):
ὀξυβλεπτέω
Headword (normalized/stripped):
οξυβλεπτεω
IDX:
62378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62379
Key:

Data

{'content': 'to be sharp-sighted'}