Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀξίς
ὀξῖτις
ὀξοπώλης
ὄξος
ὀξύα
ὀξυάκανθα
ὀξυακουσίλογος
ὀξυαύγεια
ὀξύβαρις
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξύβλαττα
ὀξυβλεπτέω
ὀξυβλέπτης
ὀξυβλεψία
ὀξυβόας
ὀξυβουλία
ὀξυβρέχω
ὀξύγαλα
ὀξυγαλάκτινος
ὀξύγαρον
View word page
ὀξυβελής
sharp-pointed

ShortDef

sharp-pointed

Debugging

Headword:
ὀξυβελής
Headword (normalized):
ὀξυβελής
Headword (normalized/stripped):
οξυβελης
IDX:
62376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62377
Key:

Data

{'content': 'sharp-pointed'}